Ανόργανα και ορυκτά φάρμακα στην αρχαιότητα
Αιθάλη λιβανωτού ή στύρακος |
|
Ακόνη Ναξία |
Είδος σμύριδος ή μίγμα σιδήρου. Σε αλωπεκία (επιχρίσεις) και εσωτερικώς με όξος σε επιληψία |
Άλας αιγύπτιο |
Σε αρθριτικά |
Άλας θηβαϊκό |
εμμηναγωγό |
Αλός άνθος (πιθανόν σόδα αναμεμιγμένη με εμπυρευματικές ουσίες) |
Σε κακοήθη έλκη των γεννητικών οργάνων, σε πυόρροια των ώτων |
Αλός άχνη (αφρός θαλάσσης επικαθήμενος στους βράχους-περιέχει χλωριούχα και θειικά άλατα αποξηραμένα) |
Ίδια χρήση με το προηγούμενο |
Άλς, άλες (χλωριούχο νάτριο) |
Σε ατμόλουτρα, με μέλι ως καθαιρετικό, με έλαιο και αφέψημα κριθής σε υποκλυσμούς, σε οφθαλμικές παθήσεις, σε δήγματα ερπετών, σε ερυσίπελας, σε ωταλγίες κλπ. |
Άλμη (διάλυμα άλατος σε νερό) |
Στυπτικό, σε κλύσματα επί δυσεντερίας |
Άμμος (διαπυρωμένη από τον ήλιο) |
Σε αμμόλουτρα υδρωπικών |
Αντίσποδον και αντισπόδιον |
Είχε ιδιότητες μεταλλικών οξειδίων. Λαμβανόταν από την τέφρα μίγματος φύλλων μύρτου, κυδωνίων, σχίνου κλπ |
Αρμένιον (πιθανόν χαλκούχο ορυκτό-αζουρίτης ή άργιλος εμποτισμένη με άλας χαλκού) |
Δράση παρόμοια, αλλά ηπιώτερη της χρυσόκολλας |
Αρσενικόν ή αρρενικόν (κίτρινη σανδαράχη, As2S3) |
Καυστικό, εσχαρωτικό, αποψιλωτικό |
Ασβόλη, αιθάλη |
Στυπτικό, σε εγκαύματα, επουλωτικό σε έλκη |
Άσφαλτος |
Με χοίρειο στέαρ σε εγκαύματα, με θείο σε υποκαπνισμούς κατά της υστερίας |
Γη αμπελίτις ή φαρμακίτις |
Σε τριχοβαφές |
Γη ερετριάς (άργιλος ή κρητίς) |
Στυπτικό, μαλακτικό |
Γη κιμωλία (λευκή και ερυθρή γη) |
Με όξος κατά παρωτίδος, εγκαυμάτων και φλογώσεων |
Γη λημνία (ερυθρή άργιλος) «Η δε Λημνία λεγομένη γή έστιν εκ τινος υπονόμου αντρώδους αναφερομένη και μειγνυμένη αίματι αιγείω, ήν οι εκεί άνθρωποι αναπλάσσοντες και σφραγιζόμενοι εικόνι αιγός σφραγίδα καλούσιν….» |
Εμετικό, αντίδοτο δηλητηρίων, θεραπευτικό πληγών. |
Γη μηλία (άργιλος) |
Κατά της λέπρας |
Γη πνιγίτις (άργιλλος) |
Δράση ανάλογη της κιμωλίας γης, αλλά ηπιότερη |
Γη σαμία (άργιλος ή κρητίς) |
Σε γυναικολογικές παθήσεις |
Γη χία (άργιλος) |
Ψιμύθιο για το πρόσωπο |
Γύψος (θειικό ασβέστιο) |
Με σιτάλευρο, ως ποτό, σε μητρορραγίες |
Διφρυγές (υπολείμματα από την εκκαμίνευση χαλκού και ψευδαργύρου) |
Στυπτικό, ξηραντικό, επουλωτικό. Με τερεβινθίνη ή κηρωτή στη θεραπεία των αποστημάτων |
Θείον |
Σε υποκαπνισμούς επί υστερίας, σε επιχρίσεις κατά της λέπρας, με ρητίνη σε δήγματα από σκορπιούς |
Ινδικόν |
Σε έλκη |
Ιός σιδήρου (οξείδιο του σιδήρου) |
Στυπτικό σε υποθέματα σε λευκόρροια των γυναικών. Με όξος (οξικός σίδηρος) σε επιχρίσεις κατά του ερυσιπέλατος και σε αλοιφές κατά της αλωπεκίας |
Καδμεία ή πομφόλυξ (οξείδιο του ψευδαργύρου) |
Στυπτικό, επουλωτικό σε κακοήθη έλκη και στην οφθαλμιατρική |
Κεραμίτις (άργιλος) |
Ξηραντική σε πυώδη έλκη |
Κιννάβαρι (θειούχος υδράργυρος) |
Σε οφθαλμικές νόσους, στυπτικό και με κηρωτή σε εξανθήματα |
Κοράλλιον ή κουράλιον (ο εξ ανθρακι-κού ασβεστίου σκελετός του) |
Στυπτικό, επουλωτικό |
Κύανος (πιθανόν λαζούλιθος) |
Κατασταλτικόν, εσχαρωτικό |
Λεπίς στομώματος |
Καθαρτικό |
Λιθόκολλα (μίγμα κόνεως από παριανό μάρμαρο και ταυρόκολλας) |
Για ανακόλληση των βλεφαρίδων |
Λίθος αετίτης (οξυπυριτικόν ορυκτό) |
Σε αλοιφές επί επιληψίας |
Λίθος αιματίτης (ορυκτό οξείδιο του σιδήρου) |
Στυπτικό σε αιμοπτύσεις, οφθαλμικά νοσήματα και διουρητικό με οίνο |
Λίθος αλαβαστρίτης ή όνυξ (ίσως αλάβαστρο-θειικό ασβέστιο) |
Με κηρωτή σε στομαχικούς πόνους |
Λίθος αραβικός (λευκό μάρμαρο ή αραγωνίτης) |
Οδοντόσκονη |
Λίθος άσσιος (αγνώστου συστάσεως) |
Απισχναντικό, σε δοθιήνες |
Λίθος γαγάτης (φαιάνθραξ) |
Μαλακτικό, σε υποκαπνισμούς σε υστερικούς σπασμούς και σε αλοιφές κατά της ποδάγρας |
Λίθος γαλακτίτης (πιθανόν ανθρακικό ή φωσφορικό ασβέστιο) |
Σε οφθαλμικά αποστήματα |
Λίθος γεώδης (άργιλος) |
Στυπτικός, ξηραντικός, σε οφθαλμικές νόσους |
Λίθος θρακίας (σκληρός φαιάνθραξ) |
Ίδιες χρήσεις με τον γαγάτη λίθο |
Λίθος θυΐτης (φωσφορικόν αργίλιο) |
Σε οφθαλμικές νόσους |
Λίθος ίασπις (οξυπυριτικό ορυκτό άγνωστης συστάσεως) |
Ωκυτόκιο μέσο, που έδεναν στο μηρό της επιτόκου |
Λίθος ιουδαϊκός (άγνωστης χημικής συστάσεως) |
Διουρητικό και σε νεφρολιθίαση |
Λίθος μαγνήτης (Fe3O4) |
Με μελίκρατο |
Λίθος μελιτίτης (πιθανόν αργιλούχο ορυκτό) |
Χρήσεις ανάλογες με τον γαλακτίτη |
Λίθος μεμφίτης (άγνωστης συστάσεως) |
Αναισθητικό εγχειρήσεων |
Λίθος μόροχθος (τάλκης ή στεατίτης) |
Σε πόνους της κύστης και σε αιμοπτύσεις |
Λίθος ο εν τοις σπόγγοις (ανθρακικό ασβέστιο) |
Με οίνο σε λιθίαση |
Λίθος οστρακίτης (πιθανόν όστρακο θαλασσίων ζώων ή κόκκαλο σουπιάς) |
Με οίνο ως ποτό για επίσχεση των εμμήνων, ψίλωθρο γυναικών (=αποτρι-χωτικό) |
Λίθος οφίτης (ένυδρο πυριτικό μαγνήσιο) |
Σε κεφαλαλγίες και οφιόδηκτους |
Λίθος πυρίτης (κατά τον Διοσκουρίδη ο χαλκοπυρίτης, κατά τον Πλίνιο ο μυλόλιθος) |
Αποκαθαρτικό |
Λίθος σεληνίτης (γύψος) |
Σε επιληψία |
Λίθος σχιστός (είδος αιματίτου) |
Σε ραγάδες και κήλη |
Λίθος φρύγιος (αργιλούχο ορυκτό ή ηφαίστειος σκωρία) |
Στυπτικό, εσχαρωτικό, με κηρωτή σε εγκαύματα |
Μελαντηρία (αμφίβολη η σύστασή του, ίσως ακάθαρτος θειικός σίδηρος των βυρσοδεψών) |
Χρήσεις, όπως και το μίσυ |
Μίλτος (σιδηρούχος άργιλος, κοκκινό-χωμα) |
Στυπτικό, σε έμπλαστρα |
Μίσυ (σιδηροπυρίτης, FeS2) |
Καθαιρετικό, στην παρασκευή εμπλάστρων, με οίνο σε γυναικολογικές παθήσεις και στην οφθαλμιατρική |
Μόλυβδος: πολλά είδη Μόλυβδος ο μεταλλικός Πεπλυμένος (μολυβδόσκονη με κάποιο οξείδιο) Κεκαυμένος (οξείδια του μολύβδου) Σκωρία μολύβδου (μίγμα οξειδίων του μολύβδου) Μολυβδοειδής λίθος (ίσως γαληνίτης) Ψιμύθιο (βασικός ανθρακικός μόλυβδος) Σάνδυξ (πυρωθέν ψιμύθιο) Μίνιο Μολύβδαινα (ασαφής η σύσταση, πιθα-νόν μίγμα από οξείδια μολύβδου, αργύ-ρου και ασβέστου) |
Σε επίδεση πληγών Αιμοστατικό επί κονδυλωμάτων και αιμορροΐδων Ισχυρότερος του προηγουμένου Στυπτικότερος του κεκαυμένου Ως η σκωρία Σε οφθαλμικά κολλύρια Ως το ψιμύθιο Χρωστική Σε νόσους της μήτρας, των ώτων κλπ |
Νίτρον και αρχαιότερα λίτρον (η ορυκτή σόδα και όχι το νιτρικό νάτριο ή κάλιο) |
Σε τροχίσκους, εισαγόμενους στα γεννητικά όργανα για σύλληψη |
Νιτρούχο ύδωρ |
Σε δερματικές νόσους, σε πεσσούς, σε αλοιφή στυπτική, σε κλύσματα, σε στοματοχρίσματα |
Αφρός νίτρου (ποτάσσα) |
Εσωτερικά σε κωλικούς, σε εγχύσεις σε νόσους των ώτων και εξωτερικά σε έμπλαστρα για λέπρα |
Όστρακα (κέραμοι ψημένοι) |
Με όξος σε κνησμό, εξανθήματα. Σε αλοιφή για τις χοιράδες |
Πομφόλυξ |
Χρήσεις, όπως και η καδμεία |
Σανδαράκη ερυθρή (As2S3) |
Καθαιρετικό. Σε σκόνη σε ωτίτιδες, με τερεβινθίνη σε αλωπεκία, με έλαιο σε φθειρίαση και σε καταπότια κατά του άσθματος. Συστατικό του καρικού φαρμάκου (αλοιφή για πληγές) |
Σανδαράκη ψευδής (είδος οξειδίου του μολύβδου) |
|
Σάπφειρος (δεν πρόκειται περί του πολυτίμου λίθου, αλλά για κάποιο ορυκτό με χαλκό) |
Ως ποτό σε σκορπιόδηκτους, σε κηλίδες του κερατοειδούς |
Σμύρις (λίθος) |
Σε ουλίτιδες και για καθαρισμό των οδόντων |
Στίμμι και στίβι (ορυκτός αντιμονίτης-Sb2S3) |
Επουλωτικό ελκών, με στέαρ κατά των εγκαυμάτων |
Στυπτηρία (αργιλούχα ορυκτά) |
Ουλίτιδες, σε φαγέσορες, ξηραντικό πληγών, στυπτικό, σε αιμορραγίες |
Σώρυ (πιθανόν ορυκτός θειικός χαλκός, ενέχων και ακάθαρτο θειικό σίδηρο με περίσσεια οξέος) |
Σε οδονταλγίες, τερηδόνα, για τα μαλλιά ως μαύρη βαφή |
Τέφρα κληματίνη (ανθρακικό κάλιο, προερχόμενο από την αποτέφρωση φυτών) |
Με όξος ως επιθέματα σε δήγματα από ερπετά και σκύλους και ως αντίδοτο σε δηλητηριάσεις από μύκητες |
Τρυξ (το ίζημα από παλαιό οίνο, ανθρακικό κάλιο και μεταλλική σκωρία) |
Σε τροχίσκους αντί σάπωνος, στυπτικό, αντιρρευματικό |
Υδράργυρος |
Δηλητήριο, διαβρωτικό. Αντίδοτο: γάλα |
Χαλκός: πολλά χαλκούχα φάρμακα |
|
Κεκαυμένος χαλκός |
Στυπτικό, εμετικό, επιπαστικό, επουλωτικό |
Άνθος χαλκού (κάποιο οξείδιο) |
Επουλωτικό, σε αιμορροΐδες κλπ |
Χαλκίτις |
Εσχαρωτικό, αντιψωρικό κλπ |
Χάλκανθο, χαλκανθές, χαλκάνθη (θειικός χαλκός) |
Στυπτικό, ανθελμινθικό, εμετικό, εσχαρωτικό κλπ |
Χρυσόκολλα (πολλές ουσίες, ίσως μαλαχίτης) |
Μαλακτικό, ξηραντικό, σμηκτικό ούλων |
Ιός (βασικός ανθρακικός χαλκός) |
Εσχαρωτικό, επουλωτικό |
Ιός σκώληκος (οξείδιο του χαλκού) |
στυπτικό |
Λεπίς χαλκού (οξείδιο του χαλκού) |
Στυπτικό, επουλωτικό, στην οφθαλμολογία |
Σποδός (μεταλλικό οξείδιο) Σποδός κυπρίη (οξείδιο του χαλκού) Σποδός ιλλυρίη (οξείδιο του χαλκού) Σποδός χρυσίη μετά μίσυος (άγνωστο) Μέλαν το κύπριον (ίσως οξείδιο του χαλκού) |
Επουλωτικό σε οφθαλμικές νόσους, σε έμπλαστρα Επουλωτικό πληγών Σε έμπλαστρα γυναικολογικών παθήσεων Σε πεσσούς γυναικολογικών παθήσεων |
Ώχρα (ορυκτό από άργιλο και οξείδιο του σιδήρου) |
Στυπτικό, διαλυτικό φυμάτων και σαρκωμάτων |
Ε. Σκαλτσά-Επίκουρη Καθηγήτρια Τομέας Φαρμακογνωσίας, Τμήμα Φαρμακευτικής, Πανεπιστημιόπολις, Ζωγράφου, Αθήνα, 157 71.
Πηγή: http://www.iama.gr/ethno/oropos/skaltsa.htm
Διαβάστε ακόμη:Πηγές βιταμινών από βότανα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι σχετικά και δεν αποσκοπούν σε σοβαρή συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος θα διαγράφονται. Παρακαλώ να γράφεται κόσμια και με Ελληνικούς χαρακτήρες.
Η ευθύνη των σχολίων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους σχολιαστές.