Δυο ζώα δίνουν καλό μόσχο: η μοσχοδορκάς και η μοσχογαλή
Η μοσχοδορκάς είναι ζώο τετράποδο από το γένος των άγριων δορκάδων και μοιάζει με μια ήμερη γίδα. Αυτή ζει και τρέφεται στα δάση τής μεσημβρινής Σιβηρίας και στους ορεινούς τόπους του Τιμπέτ βασιλείου. Αυτή ζει άγρια και μεμονωμένη και τρεφόμενη από φύλλα δένδρων και με βρύα. Η κεφαλή της μοσχοδορκάδος είναι όμοια με τής κοινής άγριας δορκάδος, ή γίδας, πλην είναι παχύτερα και στρογγυλότερη χωρίς κέρατα όμως.
Η αρσενική μοσχοδορκάς έχει δυο δόντια κρεμάμενα προς τα κάτω. Τόσο αυτή όσο και η θηλυκή είναι πεποικιλμένες με διάφορα σημεία και στίγματα κιτρινωπά, μελανά και λευκά.
Αυτό το ζώο είναι δειλότατο, άγριο και ταχύτατο, κυνηγιέται από όλους, ώστε μετά από καιρό μπορεί να εξαλειφθεί αυτό το γένος. Η δορκάς αυτή, δηλ. η αρσενική, έχει κάτωθεν αυτής πλησίον του ομφαλού μία κύστη κρεμάμενη, σαν ένα αυγό της κότας στην οποία συνάζεται υγρό τι ευωδέστατο, μόσχος καλούμενο. Αυτό αποτελείτε από μελανών κόκκων, ομοίως με αίμα, έχει οσμή οξεία, και γεύση πικρά και δριμεία. Η ευώδης αρχή του μόσχου είναι αερώδης, και παρόλο αυτό διαρκεί για πολλά χρόνια, εάν εκτεθεί σε ανοικτή ατμόσφαιρα. Ο μόσχος του Τιμπετίου είναι ο καλύτερος, αλλά νοθεύεται πολύ.
Η μοσχογαλή είναι ζώο άγριο παρόμοιο με την αλεπού, η οποία δίδει το Ζιβέτιο μόσχο.
Το μήκος της είναι δυόμιση πόδια. Έχει ουρά μακριά, ζει στην Αραβία, Μαλαβάρ Σιάμ βασίλειο και στις Φιλιππίνες νήσους, όπου τρέφεται από οπωρικά, μικρά ζώα, ψάρια, και ρίζες δένδρων.
Αυτά τα ζώα, όπισθεν μεταξύ της ουράς και του αφεδώνος έχουν μία κύστη με στόμιο, όπου συνάζεται ύλη ευώδης και βουτυρώδης. Αυτή η ύλη είναι ο Ζιβέθιος μόσχος. Αυτός πρώτα είναι λευκός, έπειτα γίνεται υποκίτρινος και μετά μαυρίζει.
Η οσμή αυτού του μόσχου καταρχάς είναι δριμύτατη, και δυσυπόφορος, ώστε σε πολλούς προξενεί σκοτούρα και κεφαλαλγία.
Τα ζώα ταύτα τρέφονται στις επαρχίες τής Ευρώπης, Άμστερνταμ και Ολλανδία, όπου τρεις της ημέρας οι εκεί κάτοικοι συνάζουν τον μόσχο αυτόν, τον ξηραίνουν και τον πωλούν στην αγορά με μεγάλη τιμή.
Δύναμη
Δυναμωτικότατος των νεύρων και των λοιπών μερών, αυξάνει τον σφυγμό, χωρίς να προξενεί πυρετό, παύει τις ταραχές τού εγκεφάλου και την λιποθυμία.
Μεταχείριση
Σε θέρμες τυφοειδείς, ασθενικής διαθέσεως, σε ντελίριο και φρενίτιδα, σε λόξιγκα, και νευρικές θέρμες, σε βήχα σπασμωδικό, σε δεινούς υστερισμούς.
Δόση από κόκκους 3, έως 30, τρις ή τετράκις της ημέρας, διαλυμένο σε κανένα ρευστό.
Ο μόσχος στην Ελληνική λαϊκή ιατρική
Μόσχος ονομάζεται μια ύλη με πολύ ωραία μυρουδιά, (από την οποία βγήκε η λέξη μοσχοβολάει) που μαζεύεται σε μια ξεχωριστή φούσκα, όσο είναι ένα αυγό περιστεριού, στην κοιλιά και στο μπροστινό μέρος των αμελέτητων (όρχεων) του μοσχαριού.
Αυτή τη φούσκα, που την σκεπάζουν τρίχες μαλακές, τη βγάζουν την εποχή που το μοσχάρι βρίσκεται σε ερωτικό οργασμό γιατί τότε έχει περισσότερη ύλη, τη δένουν στο πόρο της για να μην χυθεί η ύλη και την αφήνουν να ξεραθεί καλά.
Όταν ξεραθεί καλά η φούσκα, βγάζουν την ύλη και την κάνουν σκόνη που την δίνουν για φάρμακο δυναμωτικό στους εξαντλημένους οργανισμούς, στον ενοχλητικό βήχα και στον πυρετό της λεχώνας (επιλόχειο), δίνουνε στον άρρωστο 4 έως 5 μικρά χαπάκια την ημέρα ή δίνοντας ρόφημα από γάλα με μόσχο και σε αναλογία 100 δρ. γάλα και μισή κουταλιά του γλυκού σκόνη από μόσχο. Το ρόφημα αυτό πίνει ο άρρωστος κρύο, ένα φλυτζάνι του τσαγιού το μεσημέρι μετά το φαγητό και ένα το βράδυ προ του ύπνου. Η συχνή όμως χρήση μόσχου πρέπει να αποφεύγεται γιατί φέρνει πονοκεφάλους.
Τα παλιά χρόνια, ο μόσχος ήταν το κυριότερο εμπόριο της Ρωσίας η οποία προμήθευε όλο τον κόσμο «μόσχο» και από αυτό ονομάζεται «Μοσχοβία».
Πηγές: Βοτανική πρακτική προσαρμοσμένη εις την ιατρική & οικονομία/Τόμος 2ος-Διονύσιος Πύρρος ο Θετταλός-Εν Αθήναις 1838
Τα βότανα: Λαϊκή φαρμακολογία και θεραπευτική-Ξεν. Γ. Αναγνωστόπουλου/Αθήναι 1961
Διαβάστε ακόμη:Πρακτικά φάρμακα ζωικής προέλευσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι σχετικά και δεν αποσκοπούν σε σοβαρή συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος θα διαγράφονται. Παρακαλώ να γράφεται κόσμια και με Ελληνικούς χαρακτήρες.
Η ευθύνη των σχολίων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους σχολιαστές.