Η καλλιέργεια της κερασιάς και βυσσινιάς
Η κερασιά όπως και η βυσσινιά η οποία αποτελεί είδος της πρώτης, ανήκουν στην οικογένεια των ροδανθών και στο γένος της δαμασκηνιάς (Prunus). Από αυτές η κερασιά διακρίνεται σε ίδιους τύπους του είδους της γλυκοκερασιάς (Cerasus avium), η δε βυσσινιά στον τύπο του είδους της ξινοκερασιάς (Cerasus vulgaris), με κοινό συγγενή τύπο το είδος της μικροκάρπου κερασιάς (Cerasus Mahaleb).
Στην Ελλάδα σε αυτοφυή άγρια κατάσταση συναντιόνται συνήθως οι δύο τύποι της γλυκοκερασιάς, ενίοτε δε και της Μαχλεπίου επί των μάλλον δροσερών και ορεινών τοποθεσιών, χωρίς εντούτοις να σχηματίζουν αξιόλογα δάση. Εξ άλλου, η ξινοκερασιά ή βυσσινιά δεν συναντάται αυτοφυής ή πολύ σπανίως και συμπτωματικός, όπου δηλαδή προϋπήρχε καλλιέργεια αυτών.
Η κερασιά είναι κυρίως δένδρο των μεγάλων υψομέτρων και των βορείων τόπων, αντέχουσα και στα πλέον ισχυρά ψύχη. Βλαστάνει επιτυχώς και ωριμάζει τους καρπούς της μέχρις ύψους 1200—1400 μ. . Αλλά η ευνοϊκότερη ζώνη για την καλλιέργειά της βρίσκεται μεταξύ της ζώνης της ελιάς και της δρυός. Έναντι των παγετών παρουσιάζει εξαίρετη αντοχή μέχρις 20—30 βαθμών υπό το μηδέν, ενώ αντιθέτως υποφέρει επιζημίως εκ των αποτόμων ατμοσφαιρικών μεταβολών, ιδίως κατά την περίοδο της ανθοφορίας. Ομοίως φοβάται τις συνεχείς ομίχλες και τους βίαιους ξηρούς ανέμους, οι οποίοι καταπονούν τα άνθη και εμποδίζουν την γονιμοποίηση τους.
Ακόμη και η υψηλή θερμοκρασία του καλοκαιριού, καθώς και οι έντονοι καύσωνες της άνοιξης αποτελούν επίσης δυσμενείς συνθήκες για την καλλιέργεια της κερασιάς, διότι ανακόπτουν την βλάστηση ή και παρακωλύουν την καθόλου ευδοκίμηση αυτής. Κατά συνέπεια η κερασιά δεν επιτυγχάνει καλώς στις θερμές και ξηρές πεδιάδες, αλλά σε δροσερές κλιτύες ή σε τοποθεσίες μάλλον ορεινές και ψυχρές.
Η βυσσινιά έναντι των ανωτέρω συνθηκών παρουσιάζει μείζονα αντοχή και υπό περιβάλλον σχετικώς θερμότερο και ξηρότερο των πεδιάδων και κοιλάδων, αλλά είναι ευπαθέστερη έναντι του ισχυρού ψύχους.
Ως προς το έδαφος η κερασιά γενικώς είναι ελάχιστα απαιτητική. Βλαστάνει και ευημερεί σε πάσης φύσεως και συστάσεως εδάφη, αρκεί αυτά να μην είναι πολύ συνεκτικά ούτε υπερβολικώς υγρά. Συγκεκριμένος αρέσκεται περισσότερο στα βαθιά αργιλοαμμώδη και καλλίτερα στα αργιλοασβεστώδη εδάφη, είτε ακόμη στα μαργώδη και χαλικώδη, εφόσον τυγχάνουν επαρκώς δροσερά, άλλα και απαραιτήτως διαπερατά.
Στα πολύ συνεκτικά και ψυχρά αργιλώδη εδάφη η κερασιά λαμβάνει μεγάλη ανάπτυξη, πλην όμως παράγει λίγο, τα δε προϊόντα της γίνονται κατωτέρας ποιότητας. Σε αυτά, όταν λείπει ο ασβέστης, οι καρποί καθίστανται ανούσιοι και όξινοι, συνηθέστατα δε πέφτουν προ της ωριμάνσεως τους. Στα αμμώδη και ασβεστούχα εδάφη απεναντίας οι αποδόσεις είναι πλουσιότερες και τα προϊόντα αποβαίνουν ποιοτικώς πολύ ανώτερα. Επομένως, ως καταλληλότερα εδάφη πρέπει να θεωρώντας τα μέσης συστάσεως, αλλά απαραιτήτως ασβεστούχα και καλώς απόστραγγιζόμενα.
Από απόψεως εκθέσεως, η κερασιά προτιμά εκείνη, που της εξασφαλίζει φωτισμό και αερισμό πλήρη και άνετο. Ειδικότερο αρέσκεται στις κλιτύες τις εκτεθειμένες προς βορρά και ανατολής, οι μεσημβρινοί εκθέσεις τυγχάνουν ελάχιστα ευνοϊκές, προπάντων σε τόπους θερμούς και ξηρούς. Η βυσσινιά ευδοκιμεί αδιαφόρως σε όλες τις εκθέσεις.
Ο πολλαπλασιασμός της κερασιάς και της βυσσινιάς με σπορά
Η κερασιά και η βυσσινιά πολλαπλασιάζονται δια σποράς, δια παραφυάδων και εμβολιασμού. Ο δια σποράς τρόπος αποτελεί το φυσικό και συνήθεις μέσο προς απόκτηση υποκειμένων προς εξημέρωση. Ως σπόροι χρησιμοποιούνται οι πυρήνες των καρπών όλων των τύπων της γλυκοκερασιάς, της ξινοκερασέας ως και της μαχαλεπίου κερασιάς. Εξ αυτών, δέον να θεωρούνται καταλληλότεροι οι σπόροι προελεύσεως των αγρίων τύπων της γλυκοκερασιάς, διότι βλαστάνουν πάντοτε καλώς και δημιουργούν δένδρα εξαιρετικής ευρωστίας και αντοχής.
Οι σπόροι της ημέρου καλλιεργουμένης κερασιάς συνήθως είναι αγονιμοποίητοι (κούφιοι) και συνεπώς δεν βλαστάνουν ασφαλώς, τα δε τυχόν παραγόμενα δενδρύλλια αποβαίνουν άγρια ή νόθα έχοντα ανάγκη εμβολιασμού.
Οι σπόροι της μαχαλεπίου κερασιάς είναι λίαν αξιοσύστατοι, άλλα για παραγωγή δενδρυλλίων προοριζόμενων για τόπους θερμούς, ξηρούς και προ πάντων ασβεστώδεις, οι σπόροι δε της ξινοκερασέας ή βυσσινιάς κατά κανόνα δίδουν υποκείμενα νάνα και καχεκτικά.
Εν πάση περίπτωση οι προς χρήση σπόροι δέον να προέρχονται εκ καρπών εντελώς και φυσιολογικώς ώριμων. Αυτοί μετά την συλλογή τους πρέπει να αφήνονται μερικές ημέρες σε σωρό μέχρις αποσυνθέσεως του σαρκώδους μέρους τους, κατόπιν δε, αφού απολυθούν να στεγνώνονται υπό σκιά και να διατηρούνται σε χώρο ευάερο και ξηρό.
Όπου είναι ευχερές, η σπορά προτιμότερο να ενεργείται αμέσως μετά την συλλογή των καρπών, άλλως κατόπιν προβλαστήσεως δια ενστρωματώσεως εντός νωπής άμμου, εκτελούμενης για μεν τις σκληροκελύφους κερασιές και βυσσινιές 2—3 μήνες προ της σποράς, κατά Νοέμβριο — Δεκέμβριο, για δε τις μικροκάρπους μαχαλεπίους κατά Ιανουάριο—Φεβρουάριο. Η προβλάστηση θεωρείται συντελεσθείσα, όταν στο άκρο των πυρήνων αρχίζει εμφανιζόμενο το φύτρο, ότε και πρέπει να σπείρωνται άνευ αναβολής, διότι τα φύτρα αναπτυσσόμενα ταχέως καθίστανται εξαιρετικώς εύθραυστα.
Η σπορά των πυρήνων είτε απ’ ευθείας είτε κατόπιν προβλαστήσεως πρέπει να πραγματοποιείται εντός καταλλήλως προετοιμασμένων σπορείων επί εδάφους ελαφρού και γονίμου και ευχερώς αρδευομένου, κατά μεν την πρώτη περίπτωση προ του χειμώνα, κατά δε την δευτέρα την άνοιξη, κατά Μάρτιο — Απρίλιο, μόλις συντελεστή η προφύτευση και οι τοπικές συνθήκες του κλίματος και εδάφους καταστούν επαρκώς ευνοϊκές.
Για την εφαρμογή της εργασίας αυτής, κατά μήκος των βραγιών ανοίγονται αύλακες παράλληλοι απέχοντες μεταξύ των 25—30 πόντους, εντός των οποίων ρίπτονται οι σπόροι μετά της άμμου, ως ευρίσκονται, και καλύπτονται σε βάθος 4—6 πόντους δι’ ελαφρού κοπροχώματος ή απλής άμμου. Το ποσό του απαιτούμενου σπόρου μολονότι εξαρτάται από την βλαστική αυτού ικανότητα και το χρησιμοποιούμενο είδος, εν τούτοις, δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο των 10 —15 δραμιών κατά τετραγ. μέτρο για να μη προκύπτει βλάστηση υπερβολικός πυκνή.
Μετά την αποπεράτωση της σποράς, καλό είναι το έδαφος να καλύπτεται δια ελαφρής αχυοοστρωμνής προς διατήρηση σταθερής υγρασίας και προφύλαξη των νεαρών φυτών εκ των αποτόμων ηλιακών ακτινών της ανοίξεως. Οι περεταίρω αναγκαίες περιποιήσεις στο σπορείο από της βλαστήσεως μέχρι της χειμερινής περιόδου συνίστανται σε απαραίτητα ποτίσματα, βοτανίσματα και ανάλογα σκαλίσματα ώστε το έδαφος να διατηρείται πάντοτε νωπό και καθαρό. Στις περιπτώσεις πυκνής βλαστήσεως τα πλεονάζοντα φυτά και τα τυχόν ασθενικά πρέπει να αραιώνονται και να διατηρούνται τα πλέον ζωηρά, κατ’ αποστάσεις επ’ αλλήλων 6 — 8 πόντων τουλάχιστον. Επίσης πρέπει να ενεργούνται και μονοβεργίσματα ως και κορφολογήματα των πλαγίων βλαστών ή των στελεχών προς υποβοήθηση της αναπτύξεως των νεαρών δενδρυλλίων καθ’ ύψος και πάχος.
Τον επόμενο χειμώνα τα νέα φυτά μεταφυτεύονται σε μεγαλύτερες αποστάσεις 40-45 πόντους επ’ αλλήλων, είτε εντός παραλλήλων αυλάκων απεχουσών μεταξύ των 60-80 πόντους και εν αυταίς 30-40 πόντους.
Ο πολλαπλασιασμός της κερασιάς και της βυσσινιάς με άλλους τρόπους
Ο δια παραφυάδων πολλαπλασιασμός της κερασιάς και βυσσινιάς τυγχάνει αρκετά συνήθης, ως απλούστερος και συντομότερος, διότι αμφότερα τα είδη αυτά από τις επιπόλαιες τους ρίζες αναπτύσσουν πληθώρα παραβλαστημάτων, τα οποία αποσπώμενα ευχερώς δύνανται να δημιουργήσουν νέα αυτοτελή δενδρύλλια. ΟΙ παραφυάδες αυτές φέρνουν λίγες ρίζες μεταφυτεύονται απ’ ευθείας επί τόπου ή προηγουμένως εντός φυτωρίου. Ο τρόπος όμως είναι ελάχιστα είναι αξιοσύστατος, διότι τα παραγόμενα δένδρα ελλείψει επαρκούς ριζικούς συστήματος δεν αναπτύσσονται καλώς, στερούνται ζωτικότητας και αντοχής, κυρίως δε αποβαίνουν επιρρεπή στην ανάπτυξη παρομοίων εξαντλητικών παραφυάδων, ένεκα των οποίων καθίστανται ασθενικά και βραχύβια.
Δια εμβολιασμού πολλαπλασιάζονται και διατηρούνται οι επιθυμητές ποικιλίες της εξημερώσεως των εκ σποράς ή αυτοφυών άγριων υποκειμένων του είδους γενικώς της κερασιάς. Εκ των διάφορων μεθόδων οι συνηθέστεροι και πρακτικότεροι εμβολιασμοί είναι ο απλούς ενοφθαλμισμός και εκ των εγκεντρισμών ο αγγλικός σύνθετος, ο υπόφλοιος στεφανίτης και ο δια σχισμής.
Ο απλός ενοφθαλμισμός ευρίσκει εφαρμογή μόνο σε νέα φυτά μικρής διαμέτρου 1—3 πόντων περίπου έχοντα φλοιό λεπτό και τρυφερό. Η τεχνική εκτέλεσης αυτού είναι ευχερέστατη και απλή συνισταμένη στην αφαίρεση ενός καλώς διαμορφωμένου οφθαλμού μετά ή άνευ ξύλου και την τοποθέτηση αυτού υπό την φλοιό του υποκείμενου. Η τοποθέτηση αύτη του εμβολίου πρέπει να γίνεται, κατά προτίμηση, για μεν τα υποκείμενα των τύπων της γλυκοκερασιάς στην κορυφή του στελέχους 1-1,20 μ. ύψος, για δε τα της ξινοκερασιάς (βυσσινιάς) και της μαχαλεπίου κερασιάς στην βάση 8-10 πόντων άνω του εδάφους.
Κατά την εφαρμογή του ενοφθαλμισμού αυτού δέον να δίδεται μεγάλη προσοχή στο δέσιμο, το οποίο οφείλει να είναι επιμελημένο και να χαλαρώνεται μετά 12—15 ημέρες, αφού διαπιστωθεί η επιτυχία, να ακολουθεί δε το πλήρες λύσιμο μόνον μετά την τέλεια συγκόλληση και συσσωμάτωση εμβολίου και υποκειμένου.
Η καταλληλότερη εποχή τού ενοφθαλμισμού για όλα τα είδη της κερασιάς είναι η περίοδος, που αρχίζει η βραδεία κυκλοφορία των χυμών συμπίπτουσα κατά Ιούλιο—Αύγουστο, για χρησιμοποιήσεως κοιμωμένων οφθαλμών λαμβανομένων εκ βλαστών του έτους φυσιολογικώς ξυλοποιημένων.
Οι δια βλαστανόντων οφθαλμών ενοφθαλμισμοί είναι ελάχιστα εν χρήσει για τον λόγο ότι δεν δίδουν πάντοτε καλά αποτελέσματα, ούτε δε και βλάστηση ζωηρή. Αυτοί εφαρμόζονται από την έναρξη της κυκλοφορίας των χυμών την άνοιξη δια εμβολίων σε κλάδους του παρελθόντος έτους, κοβόμενων και διατηρουμένων από του μηνός Ιανουάριου-Φεβρουάριου. Ειδικότερα οι όψιμοι ενοφθαλμισμοί παρουσιάζουν ασφαλέστερές επιτυχίες σε τόπους μάλλον βορείους και ορεινούς και προπάντων επί της ερυθροκάρπου γλυκοκερασιάς, μη επιτυγχανούσης της μελανοκάρπου.
Ο αγγλικός σύνθετος εγκεντρισμός είναι λίαν συνήθης, ιδίως για τα δενδρύλλια των φυτωρίων, εφαρμοζόμενος πολλές φορές και επί τραπέζης λίγο προ της μεταφυτεύσεως των νεαρών κερασιών. Τα εμβολιαζόμενα αυτά δενδρύλλια ενστρωματώνονται εντός άμμου, για να μεταφυτευθούν στο φυτώριο μετά 15—20 ημέρες.
Αλλά ο εμβολιασμός αυτός εφαρμόζεται επίσης και επί τόπου, αρκεί τα υποκείμενα να είναι νέα και διαμέτρου όχι μείζονος ηλικίας των 1—3 ετών. Η καταλληλότερη εποχή εφαρμογής αυτού είναι η φθινοπωρινή περίοδος κατά Οκτώβριο—Νοέμβριο, είτε η εαρινή κατά Φεβρουάριο — Μάρτιο, ενίοτε και Απρίλιο.
Ο στεφανίτης υπόφλοιος είναι κατάλληλος για δένδρα μεγάλης διαμέτρου, εφαρμοζόμενος κυρίως σε περιπτώσεις εξημερώσεων αυτοφυών ηλικιωμένων κερασιών είτε μεταβολής των ποικιλιών αυτών σε άλλες επιθυμητές. Η πρακτική εκτέλεσης του γίνεται, όπως για τα άλλα οπωροφόρα κατά Μάρτιο—Απρίλιο, μόλις αρχίσει η κυκλοφορία των χυμών, στα δε θερμότερα μέρη, είναι προτιμότερο το φθινόπωρο, κατά Οκτώβριο—Νοέμβριο.
Ο δια σχισμής εμβολιασμός εφαρμόζεται ομοίως για υποκείμενα διαμέτρου 3-6 πόντων ή παρουσιάζοντας φλοιό τραχύ και ακατάλληλο για ενοφθαλμισμό. Τεχνικώς εκτελείται ως συνήθως κατά το φθινόπωρο ή κατά την άνοιξη για τόπους ψυχρότερους.
Ως υποκείμενα της καλλιεργούμενης κερασιάς χρησιμοποιούνται άπαντες οι άγριοι τύποι αυτής με διάφορα όμως αποτελέσματα αναλόγως των διαφόρων ποικιλιών και των ειδικών αυτών απαιτήσεων. Η γλυκοκερασιά αποτελεί το ευρωστότερο και μάλλον ανθεκτικό υποκείμενο για τα μεγάλα υψόμετρα και τις ψυχρές και δροσερός τοποθεσίες. Στις γονίμους και βαθιές γαίες δημιουργεί δένδρα τεραστίων διαστάσεων και εξαιρετικής μακροβιότητας.
Εκ των δύο αυτής τύπων, η ερυθρόκαρπος θεωρείται ως καλλίτερη για εμβολιασμούς και καταλληλότερη για τις πολύ ζωηρές ποικιλίες, ένεκα δε τούτου τα εμβόλια πρέπει να τοποθετούνται υψηλά προς απόκτηση ισχυρών και ανθεκτικών κορμών.
Η μελανόκαρπος δέχεται τους εμβολιασμούς δυσκολότερα και συνήθως αποδίδει δένδρα μικρής ευρωστίας και αντοχής. Η κοινή κερασιά προερχομένη εκ σποράς διαφόρων εξηυγενισμενων ποικιλιών παρουσιάζει τις αυτές ιδιότητες περίπου, όπως ο προηγούμενος τύπος της ερυθροκάρπου. Σε γαίες δροσερές ή ποτιστικές αναπτύσσεται καλώς και αποτελεί υποκείμενα μάλλον για ποικιλίες μέτριες ζωηρότητας.
Η ξινοκερασιά ή βυσσινιά ούσα μικρής αναπτύξεως και αντοχής δεν αποτελεί κατάλληλο υποκείμενο για τις διαφόρους ποικιλίες, παρά μόνο για αυτές του ίδιου τύπου. Πολύ σπανιότερα χρησιμοποιείται ως υποκείμενο ποικιλιών τινών της κερασιάς μικρών αναστημάτων, αμφιβόλου όμως επιτυχίας.
Η Μαχαλέπιος κερασιά αποτελεί υποκείμενο αξιόλογο για ξηρές γαίες, πολύ ασβεστούχους και τοποθεσίες μάλλον θερμές. Μολονότι αυτός ο τύπος είναι βραδείας αναπτύξεως, εξυπηρετεί την καλλιέργεια της κερασιάς και σε τόπους ελάχιστα ευνοϊκούς για την παρουσία της. Ο εμβολιασμός επί της μαχαλεπίου γίνεται σχεδόν αποκλειστικός δια ενοφθαλμισμού με κοιμώμενο οφθαλμό και πάντοτε επί νέων φυτών 2—3 ετών, καθόσον σε προχωρημένη ηλικία δυσκόλως επιτυγχάνει. Επίσης δέον να εκτελείται στην βάση, επειδή δεν σχηματίζει καλούς και ευθείς κορμούς.
Επί του τύπου αυτού δύνανται να εμβολιάζονται όλες οι ποικιλίες της κερασιάς και βυσσινιάς, κατά προτίμηση όμως οι μετρίως ζωηρές, διότι τα δένδρα λαμβάνουν μικρή ανάπτυξη και παραμένουν σχεδόν νάνα. Πάντως, οι επί της μαχαλεπίου εμβολιαζόμενοι ποικιλίες αποβαίνουν παραγωγικοί, αποδίδουν προϊόντα ποιοτικώς ανώτερα και ιδιαζόντως, εύγευστα και γλυκύτερα, εις εδάφη όμως σχετικώς υγρά ή στερούμενα επάρκειας ασβέστη, ελάχιστα ή ουδόλως ευδοκιμούν.
Για τον καταρτισμό παντός κερασεώνος ή βυσσινεώνος πρέπει να εξετάζεται η φυσική και ποιοτική κατάσταση του εδάφους και υπεδάφους, αναλόγως δε των διαπιστουμένων όρων να εκλέγονται τα κατάλληλα είδη και προπάντων οι τύποι των χρησιμοποιουμένων υποκειμένων. Ούτω για τόπους ορεινούς και ψυχρούς και εδάφη μετρίως ασβεστούχα, συνεκτικά και δροσερά, πρέπει να εκλέγονται ζωηροί και ανθεκτικοί ποικιλίες με όψιμο παραγωγή, κατά προτίμηση δε με καρπούς κλειστούς, εμβολιασμένοι επί υποκειμένων του τύπου της ερυθροκάρπου γλυκοκερασιάς.
Για τόπους μάλλον προφυλαγμένους των κλιτύων και των κοιλάδων και σε εδάφη ελαφρότερα ή αρδεύσιμα, καλλίτερα να προτιμώνται ποικιλίες λιγότερο εύρωστοι, προτιμότερες και εμβολιασμένοι επί υποκειμένων του τύπου της μελανοκαρπου κερασιάς, είτε των νόθων προελεύσεων.
Για τόπους πεδινούς, θερμούς και εδάφη ξηρά και πολύ ασβεστούχα πρέπει να επιδιώκονται ποικιλίες μικρής αναπτύξεως και πρώιμοι με σάρκα μαλακή, εμβολιασμένοι επί υποκειμένων του τύπου της μαχαλεπίου κερασιάς, για τόπους δε τέλος στερούμενους επαρκείας ασβέστιού, αλλά δροσερούς και λίγο θερμούς, με εδάφη σχετικώς αρδεύσιμα, δέον να θεωρούνται ως κατάλληλοι ποικιλίες αυτές της βυσσινιάς, εμβολιασμένες επί υποκειμένων του ίδιου αγρίου αυτής τύπου, στα δε μάλλον ξηρά και ασβεστούχα, επί τοιούτων της μαχλεπίου κερασιάς. Συνεπώς εκ της εκλογής των υποκειμένων και της καλής αυτών προσαρμογής προς το έδαφος, εξαρτάται κατά μέγα μέρος και η επιτυχία της καλλιέργειας.
Εν πάση περίπτωσή τα προς εμφύτευση δενδρύλλια πρέπει πάντοτε να είναι νέα, όχι μεγαλύτερης ηλικίας των 1—3 ετών, να παρουσιάζουν πλούσιο ριζικό σύστημα, ευθείς και υγιείς κορμούς και να τυγχάνουν προσφάτως εκριζωμένα εκ των φυτωρίων. Ο τρόπος της εμφυτεύσεως και οι απαιτούμενες σχετικές προετοιμασίες και περιποιήσεις είναι ανάλογοι προς των άλλων οπωροφόρων δένδρων. Καταλληλότερη εποχή της φυτείας όλων των ειδών της κερασιάς είναι η φθινοπωρινή περίοδος, κατά Νοέμβριο - Δεκέμβριο, αμέσως μετά την πτώση των φύλλων. Για τόπους όμως βόρειους είτε ορεινούς ή ψυχρούς ή εδάφη υγρά και συνεκτικά προτιμότερη είναι η άνοιξη, κατά Φεβρουάριο — Μάρτιο.
Η διάταξης της φυτείας ορίζεται γενικώς εκ του τρόπου της επιδιωκόμενης εκμεταλλεύσεως και της μορφής της διαθέσιμου επιφάνειας του εδάφους. Προκειμένου περί συγκαλλιεργείας μεταξύ άλλων φυτών, τόσο η κερασιά, όσο και η βυσσινιά δύνανται να αποτελέσουν θαυμάσιες δενδροστοιχίες στους διαδρόμους και τα όρια των κτημάτων, μεγαλοπρεπείς συστάδας εντός των λιβαδιών, των αμπέλων, των κήπων και διαφόρων άλλων φυτειών, μετά των οποίων πάντοτε ευδοκιμεί και παράγει ικανοποιητικός.
Για μεμονωμένες φυτείες καλό είναι αυτές να πραγματοποιώντας κατά είδη και ποικιλίες, σε ίδια τμήματα με διατάξεις κατά γραμμές, τετράγωνά ή κατά ρόμβους. Οι μεταξύ των δένδρων αποστάσεις πρέπει να κυμαίνονται από 10-12 μ. για τις πολύ ζωηρές ποικιλίες
με καρπούς κλειστούς και εμβολιασμένος επί υποκειμένων των τύπων της άγριας γλυκοκερασιάς, 8-9 μ. οι μετρίως ζωηρές και πρώιμες ποικιλίες με καρπούς μαλακούς και εμβολιασμένοι επί των τόπων της μαχαλεπίου κερασιάς είτε επί υποκειμένων εκ παραφυάδων, και 4—6 μ. οι διάφορες ποικιλίες της βυσσινιάς εμβολιασμένες επί των ιδίων αγρίων τύπων είτε επί της μαχαλεπίου.
Η κερασιά και γενικώς τα συγγενή αυτής είδη δεν αρέσκονται ή μάλλον φοβούνται τα κλαδεύματα και τις συχνές με οιουδήποτε οργάνου προξενούμενες πληγές. Πάντως αντέχει περισσότερο της δαμασκηνιάς.
Οι μεγάλες ή ακανόνιστες τομές, επί δένδρων ιδίως ηλικιωμένων είτε κλάδων χονδρών, δεν επουλώνονται ή πολύ δυσκόλως και συνήθως καθίστανται αιτίες εμφανίσεως διαφόρων παρασιτικών ασθενειών και κυρίως της εξαντλητικής κομμιώσεως. Η αυστηρή αφαίρεσης ξυλώδους μάζας παρουσιάζει ομοίως τα αυτά δυσάρεστα αποτελέσματα και μάλιστα, όταν η εφαρμογή των σχετικών κλαδευμάτων ενεργείται αντιθέτως προς τις φυσιολογικές ιδιότητες και τις τάσεις των περί ων πρόκειται ειδών ή ποικιλιών. Συνεπώς τα κλαδεύματα τότε μόνο είναι ανεκτά και επωφελή για τα κερασοειδή, όταν εκτελούνται σε περιορισμένη κλίμακα και επί δένδρων μικρής ηλικίας, είτε κλάδων και βλαστών νέων.
Κατά το πλείστο, η κερασιά και η βυσσινιά, μετά την επί τόπου οριστική τους φυτεία αφήνονται να αναπτύσσονται ελεύθερα λαμβάνοντας αυτές μεγάλες διαστάσεις. Επ’ αυτών δεν εφαρμόζεται κανένα κλάδευμα, μόνο μερικά καθαρίσματα ή αραιώματα, δια αφαιρέσεως των ξηρών, των λαίμαργων και των περιττών ή διασταυρουμένων κλάδων. Το σύστημα όμως τούτο πρέπει να θεωρείται ελάχιστα αξιοσύστατο, διότι όχι μόνο καθιστά αδύνατο πάσα τυχόν αναγκαία επέμβαση προς καταπολέμηση των εκάστοτε παρουσιαζόμενων ασθενειών, αλλά και δυσχεραίνει πολύ την συλλογή των καρπών κατά την συγκομιδή. Σε επιμελημένες φυτείες ο σχηματισμός της κόμης αποβαίνει αναγκαίος, ιδίώς για κερασιά σε σχηματισμό κυπέλλου, ποικιλίες, εκ των οποίων επιδιώκεται η απόκτησης προϊόντων βελτιωμένων και ανώτερης εν γένει ποιοτικής και εμπορικής αξίας.
Το φυσικότερο σχήμα για τινάς ποικιλίες της κερασιάς είναι το πυραμιδοειδές, το όποιο αποκτάται λίαν ευχερώς ένεκα της ευθυτενούς φυσικής κατευθύνσεως των κλάδων αυτών. Παρά την ευχέρεια όμως αυτή και την μεγαλοπρέπεια, που το σχήμα αυτό προσδίδει, δεν τυγχάνει κατάλληλο για τις μεγάλες εκμεταλλεύσεις παρά για δενδροστοιχίας ή φυτείες επί ανοικτών εκτάσεων, διότι λόγο των υπερβολικών διαστάσεων, τις οποίες λαμβάνει σε ύψος, η συγκομιδή αποβαίνει εκτάκτως επίπονος, ενίοτε δε και αιτία σοβαρών δυστυχημάτων. Ως εκ τούτου σε περιπτώσεις προτιμήσεως του πυραμιδοειδούς πρέπει οι διακλαδώσεις αυτού να αρχίζουν χαμηλά 50—60 πόντους άνω του εδάφους, ιδίως όταν πρόκειται περί δενδροστοιχιών και ποικιλίες εμβολιασμένων επί της μαχαλεπίου κερασιάς.
Προς το πυραμιδοειδές σχήμα έχουν τάσι φυσικής προσαρμογής όλες σχεδόν οι ποικιλίες της κερασιάς με καρπούς κλειστούς (συνεκτικούς) και εκ των με μαλακούς τοιούτους οι πλέον οψιμώτερες.
Για τις συστηματικές όμως καλλιέργειες, ως καταλληλότερο σχήμα της κερασιάς και της βυσσινιάς πρέπει να θεωρείται το κυπελλοειδές με κορμό ψηλό, μέτριο ή χαμηλό, αναλόγως πάντοτε των υποκειμένων και των κρατουσών τοπικών συνθηκών. Η απόκτηση αυτού επιτυγχάνεται για του αναγκαίου κλαδεύματος ερχομένου ευθύς αμέσως μετά την επί τόπου φυτεία είτε εντός του φυτωρίου.
Προς τον σκοπό αυτό, το υπό σχηματισμό δενδρύλλιο κόβεται στο επιθυμητό ύψος, κυμαινόμενο από 20 μέχρι 120 πόντων από του εδάφους και άνωθεν 3-4 οφθαλμών ή βλαστών ευρισκόμενων γύρω του στελέχους και επί του αυτού σημείου, αν είναι δυνατό. Οι βλαστοί αυτοί διατηρούνται ανέπαφοι για να αναπτυχθούν ελευθέρως και να σχηματίσουν τους πρώτους βραχίονας του κυπέλλου, πάντες δε οι λοιποί καθώς και τα υπάρχοντα λεπτοκλάδια αφαιρούνται εκ της βάσεως τους, για την διαμόρφωση ανοικτού και συμμετρικού κυπέλλου είναι προτιμότερα η διατήρηση τριών μόνον βραχιόνων, διότι μεγαλύτερος αριθμός δημιουργεί σχήμα κλειστό και πυκνό παρεμποδίζοντας τον άνετο φωτισμό και αερισμό της κόμης, καθώς και την κανονική ισορροπία της διανομής των χυμών.
Η λίπανση της κερασιάς
Οι λιπάνσεις είναι αναγκαίες για όλα τα είδη της κερασιάς, κυρίως όταν εισέλθουν σε πλήρη καρποφορία ή όταν καλλιεργούνται σε φτωχά εδάφη. Η χρήση της κοπριάς είναι ωφέλιμη και ενδεδειγμένη, αλλά σε μέτριες δόσεις και εντελώς χωνεμένη, γιατί σε μεγάλη ποσότητα είτε σχετικός νωπή ευνοεί την ξυλομανία, την στείρωση και πολλές φορές την κομμίωση των δέντρων.
Από τα απλά λιπάσματα θεωρούνται ως προτιμότερα τα έχοντα βάση τον ασβέστη. Μεταξύ των συνθέτων χημ. λιπασμάτων ο τύπος 4-10-10 είναι ο καταλληλότερος, σε δόσεις 1-3 οκάδες. Κατά δένδρο και ανά διετία αναλόγως της ηλικίας εκάστου και της ποιοτικής καταστάσεις εδάφους. Για τόπους πολύ ελαφρούς ή πολύ συνεκτικούς είναι καλλίτερος ο συνδυασμός κοπριάς και χημ. λιπασμάτων τύπου 0-12-6 ή 0-14-7 σε αναλογία 3-5 τοις εκατό επί της ποσότητας της κοπριάς.
Η εφαρμογή των λιπάνσεων αυτών γενικώς δέον να λαμβάνει χωρά νωρίς, από τις αρχές του χειμώνα, εφ’ όλης της εκτάσεως ή περιφερειακός των δένδρων σε ακτίνα 60—80 πόντων μακριά των κορμών και σε βάθος 20-25 πόντων, χωρίς να έρχονται σε επαφή μετά των επιφανειακών ριζών.
Το πότισμα της κερασιάς
Οι αρδεύσεις δεν είναι πάντοτε απαραίτητες για τις κερασιές και βυσσινιές, όταν μάλιστα ευρίσκονται σε δροσερά και συγκρατούντας την αναγκαία υγρασία εδάφη, αλλά στα ξηρά και ελαφριά εδάφη, η καλλιέργεια αυτών αποβαίνει προβληματική εάν δεν εξασφαλίζεται και με ανάλογα ποτίσματα. Πάντως η κατάχρηση αυτών πρέπει να αποφεύγεται γιατί ευνοεί την σηψιρριζία και ιδίως την κομμίωση. Όταν μάλιστα παρέχονται ατάκτως και υπερμέτρως. Σε όλη την διάρκεια της θερινής περιόδου, ο αριθμός των ποτισμάτων κυμαίνεται συνήθως από 4-6 για τα μέσης συστάσεως εδάφη και 3-4 για τα μάλλον συνεκτικά και δροσερά.
Η κερασιά και η βυσσινιά εξέρχονται σε καρποφορία το 5-8 έτος από της σποράς τους, για να φθάσουν σε πλήθη ακμή παραγωγής, η μεν πρώτη κατά το 25—30, η δε δεύτερη κατά το 15-20 έτος της ηλικίας τους. Υπό ευνοϊκούς όρους περιβάλλοντος και καλλιέργειας αποδίδουν 40-60 οκάδες καρπών, οι δε ελεύθερες και ζωηρές ποικιλίες της κερασιάς υπερβαίνουν τις 100 - 150 οκάδες, ενίοτε δε φθάνουν και μέχρι 500 όκάδ.
Οι ασθένειες της κερασιάς
Η κερασιά, γενικώς δεν έχει πολλές ασθένειες, αλλά μερικές εξ αυτών οφειλόμενες σε ζωικά ή φυτικά παράσιτα προξενούν πραγματικές καταστροφές. Σπουδαιότερες από αυτές είναι οι έξης:
Κομμίωσης. Είναι η πλέον συνήθως και η μάλλον επικίνδυνος σε όλα τα είδη της κερασιάς. Οπουδήποτε παρουσιασθεί επί των δένδρων εμποδίζει την κυκλοφορία των χυμών, προξενώντας ρωγμές των ιστών, εκ των οποίων εκρέει παχύρευστο υγρό υπό μορφή ζελατινώδη. Εν περίπτωση ολικής ή έντονου μερικής εμφανίσεως της κομμιώσεως τα φυτά φθίνουν και τελικώς ξηραίνονται. Τα αίτια είναι ανάλογα προς τα των λοιπών πυρηνοκάρπων, η δε θεραπεία ή μάλλον η πρόληψης της επιτυγχάνεται για της εφαρμογής των αυτών μέτρων.
Χλώρωση. Αυτή εκδηλώνεται δια του γενικού κιτρινίσματος των φύλλων, οφείλεται δε στην κακή ποιότητα του εδάφους ή την πλεονάζουσα υγρασία είτε και στην υπερβολική εξάντληση των δένδρων, κατόπιν προηγουμένης μεγάλης καρποφορίας. Κατά συνέπεια προς καταπολέμηση της, ενδείκνυται η βελτίωση του εδάφους, η αποφυγή της πολλής υγρασίας είτε η χρήση λελογισμένων ποτισμάτων. Εν περιπτώσεις δε εμφανούς εξαντλήσεως αυτού είναι αναγκαία η λίπανση, κατά προτίμηση δια χημικών λιπασμάτων με βάση την άσβεστο.
Σήψης των ριζών. Οφείλεται εις μύκητα (Dermatophora neeatrix), ο οποίος δια των νηματίων του, χρώματος λευκού, προσβάλλει τις ρίζες και τις αποσυνθέτει. Παρουσιάζεται συνήθως σε γαίας συνεκτικές και υγρές. Πραγματική θεραπεία του μύκητος αυτού δεν υπάρχει, διότι εκδληλώνεται πολύ αργά, μπορεί όμως να αποφεύγεται δια της μη διατηρήσεως εντός του εδάφους ριζών ή κορμών ξηρών δένδρων ή πασσάλων.
Γάγγραινα η καρκίνος. Είναι ασθένεια προερχομένη εκ τίνος μύκητος(Nectria ditissima) προσβάλλοντας τους κορμούς και κλάδους σε διάφορα αυτών σημεία και προκαλώντας επί τού φλοιού και ξύλου ακανόνιστους σχισμές και τελικώς την καταστροφή του πάσχοντος υποκειμένου. Παρουσιάζεται συνήθως στις πληγές και τα τραύματα, τα οποία προξενούνται υπό των εργαλείων, εντόμων, σκληρών υποδημάτων (κατά την συλλογή των καρπών) κ.λ.π., εκ τού ανοίγματος των οποίων εισέρχονται και αναπτύσσονται τα σπόρια τοϋ μύκητος. Καταπολεμείται δια εγκαίρου αφαιρέσεως τού προσβεβλημένου μέρους και επιχρίσεως της πληγής για υδατώδους μίγματος περιέχοντος 40 % θειικού σιδήρου και 1 % θειικού οξέος.
Μελάνωση των φύλλων. Αύτη οφείλεται σε ένα μύκητα (Gnomonia erythrostoma), ο οποίος προσβάλλει τα φύλλα και τους νέους βλαστούς, ενίοτε δε και τους καρπούς. Τα προσβαλλόμενα φύλλα παρουσιάζουν αρχικός κηλίδες κίτρινες, οι οποίες βραδύτερα γίνονται μελανές και αποξηραίνονται προ τού φθινοπώρου. Τα φύλλα αυτά, χαρακτηριστικώς συστρέφονται τα άκρα των προς τα άνω, παραμένουν κρεμάμενα επί των δένδρων καθ’ όλο τον χειμώνα και την επομένη άνοιξη. Ανάλογα συμπτώματα παρουσιάζουν και οι βλαστοί. Οι καρποί προσβαλλόμενοι δεν αναπτύσσονται καλώς, αλλά μαυρίζουν και συνήθως παραμορφώνονται καθιστάμενοι ακατάλληλοι προς βρώση. Στην ασθένεια αυτή υπόκεινται περισσότερο και συχνότερο οι ποικιλίες, οι οποίες προέρχονται κυρίως εκ των τύπων της γλυκοκάρπου κερασιάς.
Κορύνεο. Είναι η συνηθέστερη ασθένεια της κερασιάς, οφειλόμενη στον ομώνυμο μύκητα (Corynetim Bejerinkii). Εμφανίζεται κατά τα τέλη Απριλίου επί των κλαδίσκων, οϊτινες μελανοΰνται και αποξηραίνονται, κατά δε το θέρος επί των φύλλων δημιουργούν μελανές στρογγυλές κηλίδες, οι οποίες βραδύτερα αποξηραινόμενες αφήνουν αντιστοίχους ανοικτές οπές. Η καταπολέμηση αυτού έγκειται στην πρόληψη τού μύκητας δια διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού, εφαρμοζόμενων κατά Μάρτιο ή λίγο προ της ανθήσεως και της εμφανίσεως των φύλλων, ως για την ροδάκινά και βερικοκιά.
Φουσικλάδιο της κερασιάς. Οφείλεται σε ομώνυμο μύκητα (Fusicladium Cerasi) ο οποίος προσβάλλει τα φύλλα και τους καρπούς προκαλώντας επ’ αυτών χαρακτηριστικά μελανά στίγματα Προλαμβάνεται για διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού εκτελουμένων κατά Μάρτιο.
Εξώασκος. Είναι ασθένεια προερχόμενη από μικρομύκητα (Exoascus deformans) προσβάλλοντας τα φύλλα και ενίοτε τους καρπούς κατά τα έτη με άνοιξη υγρή και ψυχρή. Οι καρποί πίπτουν, τα δε φύλλα παραμορφώνονται (κατσαρώνουν), αλλοιώνονται και πέφτουν προώρως. Προλαμβάνεται ομοίως για διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού εφαρμοζόμενων προ της εμφανίσεως των φύλλων.
Σήψης των καρπών. Αύτη οφείλεται σε μύκητα (Monilia fructigeria) που προσβάλλει τους καρπούς, οι οποίοι σαπίζουν και ξηραίνονται επί των δένδρων. Προλαμβάνεται για διαβροχών βορδιγαλλείου πολτού κατά Νοέμβριο-Μάρτιο.
Ορταλίς της κερασιάς. Είναι μικρό δίπτερο(Ortalis cerasi), του οποίου το θηλυκό εναποθέτει ανά ένα αυγό σε έκαστο καρπό πλησίον του μίσχου, προ της ωριμάνσεως του. Ο εκκολαπτόμενος σκώληκας εισέρχεται αμέσως εντός της σαρκός τρεφόμενος εξ αυτής μέχρι της εντελούς συμπληρώσεως του κύκλου αυτού. Κατόπιν κατέρχεται στο έδαφος οπού νυμφούται για να εμφανισθεί τον επόμενο Μάιο ως ακμαίο. Από της ορταλίδος προσβάλλονται συνηθέστερα οι τραγανόκαρποι ποικιλίες και σπανιότερα ή ουδέποτε οι μαλακόκαρποι και ιδίως οι οξύκαρποι (βυσσινιές).
Η καταπολέμηση αυτής τυγχάνει δυσχερής. Εν τούτοις είναι αξιοσύστατος η συλλογή των προσβεβλημένων καρπών και η καταστροφή των για πυράς πρός τον σκοπό του περιορισμού της εξαπλώσεως του εντόμου. Ωσαύτως η χρήσης αρσενικομελασσούχων δολωμάτων παρουσιάζει ικανοποιητικά αποτελέσματα, αρκεί να εφαρμόζονται γενικώς κατά Απρίλιο-Μάϊο, με μέθοδο ανάλογο, ως γίνεται για τον δάκο της ελαίας.
Βόμβυξ χρυσορρέα. Είναι λεπιδόπτερο (Bombyx chrysoirhoea), του οποίου η πεταλούδα είναι εντελώς λευκή φέρουσα στο οπίσθιο μέρος τού σώματός της θύσανο χνοώδη, χρώματος μελανοχρυσίζοντος. Εμφανίζεται κατά Ιούνιο-Ιούλιο, οπότε η θηλυκή, αφού γονιμοποιηθεί εναποθέτει συμμετρικώς τα αυγά της 200-300 περίπου επί των κλάδων ή των φύλλων, τα οποία καλύπτει για τού χνοός, το οποίο φέρει. Οι κάμπιες, οι οποίες εκκολάπτονται κατά Σεπτέμβριο διαχειμάζουν εντός μετάξινου θύλακος (φωλιάς), τον οποίο δημιουργούν στα άκρα των κλάδων.
Βραδύτερα, κατά Μάρτιο-Απρίλιο, οι κάμπιες αυτές εξερχόμενες του καταφυγίου των κατατρώγουν τους ανθοφόρους οφθαλμούς προ τού ανοίγματος τους, κατόπιν δε τρέφονται από τα τρυφερά φύλλα μέχρι της πλήρους αυτών αναπτύξεως, η οποία συντελείται κατά Ιούνιο, δε εκάστη πλέκει το βομβύκιο της και χρυσαλιδοΰται. Εντός ελάχιστων ημερών εξέρχεται ως πεταλούδα, για να επαναλάβει τον ίδιον βιολογικό της κύκλο.
Η καταπολέμηση τού εντόμου τούτου συνίσταται εις την αναζήτηση και καταστροφή των θυλάκων, οι οποίοι ανευρίσκονται συνήθως, μεταξύ των ημίξηρων και αιωρούμενων φύλλων ή προς τα άκρα των κλαδίσκων.
Βόμβυξ Νέστρια. Είναι λεπιδόπτερο (Bombyx neustria) ανάλογο τού προηγουμένου. Η θηλυκή πεταλούδα εναποθέτει τα αυγά της σε μικρούς κλάδους σε σχέδιο δακτυλίου, όπου παραμένουν καθ’ όλη την χειμερινή περίοδο. Οι εκκολαπτόμενοι κάμπιες, κατ’ Απρίλιο-Μάιο, διασκορπίζονται επί των δένδρων κατατρώγοντας τα φύλλα και τους τρυφερούς βλαστούς. Η καταπολέμηση έγκειται στην καταστροφή των αυγών για της συνθλίψεως καθώς και των καμπών απ’ ευθείας για συλλογής ή θανατώσεως αυτών για διαβροχών διαλύσεως καπνοσάπωνος (1 ½ οκ. σάπωνος και 12 οκ. καπνού εις 100 οκάδ. νερού).
Χειματόβιος ή γεωμέτρης. Η κάμπια του λεπιδοπτέρου αυτού (Chematobia brumata) είναι πρασινωπή με δύο επιμήκεις γραμμές επί της ράχης, διακρινομένη εκ του χαρακτηριστικού αυτής καμπουρωτού βαδίσματος. Εμφανίζεται κατά Απρίλιο-Μάϊο και κατατρώγει τα φύλλα και τούς τρυφερούς βλαστούς. Όταν φθάσει στην τελική της ανάπτυξη κατέρχεται σ το έδαφος, οπού και μεταμορφόνεται. Σε περιπτώσεις έντονου προσβολής απογυμνώνει τα δένδρα του φυλλώματος αυτών ολοκληρωτικός.
Ιβερνία η φυλλοφάγος (Hibernia defoliaria). Είναι λεπιδόπτερο ανάλογου του προηγουμένου. Η πεταλούδα χρώματος κίτρινου ξανθού μετά μελανών γραμμών επί των πτερύγων εμφανίζεται κατά Νοέμβριο—Δεκέμβριο. Η θηλυκιά τοποθετεί τα αυγά της 300-400 περίπου, κατά σωρούς στις βάσεις των βλαστών. Οι εκκολαπτόμενοι κατά Απρίλιο κάμπιες αρχικώς κατατρώγουν τους τρυφερούς βλαστούς και κατόπιν τα φύλλα της κερασιάς. Τον Ιούνιο-Ιούλιο κατερχόμεναι των δένδρων μεταμορφώνονται, για να εμφανισθούν κατά Νοέμβριο-Δεκέμβριο και να αφήσουν τα αυγά τους.
Η καταπολέμηση αμφοτέρων των άνω εντόμων, τα όποια έχουν αυτές τις συνήθειες, συνίσταται κυρίως στην παρεμπόδιση της ανόδου της άπτερου θηλείας επί των δένδρων, όπως ώοτοκήσουν, δια τοποθετήσεως επί των κορμών κολλωδών ταινιών, κατά Οκτώβριο-Δεκέμβριο, σε ύψος 50-60 πόντων άνω του εδάφους. Επίσης, λίαν αποτελεσματικοί τυγχάνουν και οι διαβροχές του φυλλώματος με εντομοκτόνο, εφαρμοζόμενοι εγκαίρως, μόλις ως γίνεται η εμφάνιση των καμπών. Ομοίως ενδείκνυται η αναζήτηση και καταστροφή των αυγών των τέλειων εντόμων δια φωτοπαγίδων.
Λειχήνες, βρύα και πολύποροι. Εμφανίζονται επί των κορμών και κλαδιών των πλημμελώς καλλιεργουμένων ή εγκαταλελειμμένων δένδρων τρεφόμενοι σε βάρος αυτών και παρεμποδίζοντας την φυσιολογική τους βλάστηση. Συγχρόνως παρέχουν άσυλο σε διάφορα έντομα και ευνοούν την παρουσία άλλων μυκητολογικών ασθενειών, λόγο της πολλής υγρασίας, που συγκρατούν επί των φλοιών. Καταπολεμούνται δια αποξέσεως και επιχρίσεως του προσβεβλημένου μέρους για διαλύσεως απλής ασβέστου 10-12 % είτε θειικού σιδήρου 20 % εντός νερού. Επίσης η διαβροχή βορδιγαλλείου πολτού εφαρμοζόμενη προ της ανοίξεως δίδει πολύ καλά αποτελέσματα.
Πηγή: Πλήρης πρακτικός οδηγός δενδροκαλλιεργητού οπωροφόρων δέντρων-Λάμπρου Οικονομόπουλου-Παράρτημα γεωργικού δελτίου μηνός Δεκεμβρίου 1937
Διαβάστε ακόμη:Φτιάχνω βυσσινάδα και λικέρ βύσσινου (τσέρυ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια που δεν είναι σχετικά και δεν αποσκοπούν σε σοβαρή συζήτηση του συγκεκριμένου θέματος θα διαγράφονται. Παρακαλώ να γράφεται κόσμια και με Ελληνικούς χαρακτήρες.
Η ευθύνη των σχολίων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στους σχολιαστές.